Δικαίωμα της συγκατάθεσης
Όλοι οι άνθρωποι έχουν το δικαίωμα πρόσβασης σε κάθε είδος πληροφορία ώστε να μπορούν να συμμετέχουν ενεργά στη λήψη αποφάσεων που αφορούν στην υγεία τους Η πληροφόρηση πρέπει να αποτελεί προαπαιτούμενο για κάθε θεραπεία και διαδικασία συμπεριλαμβανομένης της συμμετοχής σε επιστημονικά ερευνητικά προγράμματα.
Οι πάροχοι και οι επαγγελματίες υγείας πρέπει να παρέχουν στους ασθενείς όλες τις πληροφορίες που σχετίζονται με τη θεραπεία ή την επεμβατική πρακτική στην οποία θα προβούν, συμπεριλαμβανομένου του σχετικού κινδύνου ή/και της πιθανής σχετικής δυσφορίας που μπορεί να αντιμετωπίσει, των επιπλοκών αλλά και τωη εναλλακτικών. Ο ασθενής πρέπει να έχει αρκετό χρόνο (τουλάχιστον 24 ώρες) για να έχει τη δυνατότητα να συμμετάσχει ενεργά στις θεραπευτικές επιλογές που αφορούν την κατάσταση της υγείας του.
Οι επαγγελματίες υγείας και οι πάροχοι πρέπει να χρησιμοποιούν γλώσσα κατανοητή στους ασθενείς και να μπορούν να επικοινωνήσουν έτσι ώστε να γίνονται αντιληπτοί από άτομα χωρίς εξειδικευμένες τεχνικές γνώσεις.
Σε όλες τις περιπτώσεις όπου απαιτείται κάποιος πληρεξούσιος να χορηγήσει τη συγκατάθεση, ο ίδιος ο ασθενής είτε είναι ανήλικος ή ενήλικος με αδυναμία κατανόησης ή έκφρασης της επιθυμίας του, θα πρέπει να συμμετέχει επίσης στην διαδικασία λήψης αποφάσεων για την υγεία του, στο βαθμό που αυτό είναι εφικτό.
Η ενημερωμένη συγκατάθεση του ασθενούς θα πρέπει να λαμβάνεται εντός του ανωτέρω πλαισίου.
Ο ασθενής έχει του δικαίωμα να αρνηθεί θεραπεία ή επέμβαση και να αλλάξει άποψη κατά τη διάρκεια μιας θεραπευτικής αγωγής, αρνούμενος τη συνέχιση της.
Ο ασθενής έχει το δικαίωμα να αρνηθεί την πληροφόρηση αναφορικά με την κατάσταση της υγείας του.
Το δικαίωμα της συγκατάθεσης είναι ένα από τα βασικά δικαιώματα του ασθενούς, το οποίο ανάγεται στον πυρήνα της ελεύθερης βούλησης του ατόμου. Ταυτόχρονα αποτελεί μια από τις βασικές υποχρεώσεις των ιατρών και ρυθμίζεται αναλυτικά από σειρά νομοθετικών κειμένων. Συνδέεται άρρηκτα με το δικαίωμα στην πληροφόρηση, καθότι δεν νοείται συναίνεση χωρίς επαρκή και κατάλληλη πληροφορία.
Όπως έχει κριθεί από τα δικαστήρια, αν η ενημέρωση του ασθενούς δεν είναι πλήρης, δεν παρέχεται σε αυτόν η δυνατότητα να διαμορφώσει ελεύθερα τη βούληση του και να επιλέξει συγκεκριμένη διαγνωστική μέθοδο, σταθμίζοντας μεταξύ άλλων και τους κινδύνους από τυχόν μη επαρκή αξιολόγηση της κατάστασης της υγείας του, η συναίνεση που δόθηκε δεν είναι έγκυρη (ΣτΕ 621/2021, ΑΠ655/2019).
Το άρθρο 47 παρ. 3 του Ν. 2071/1992 για τα δικαιώματα του νοσοκομειακού ασθενούς ορίζει ότι ο ασθενής έχει το δικαίωμα να συγκατατεθεί ή να αρνηθεί κάθε διαγνωστική ή θεραπευτική πράξη που πρόκειται να διενεργηθεί σε αυτόν. Σε περίπτωση ασθενούς με μερική ή πλήρη διανοητική ικανότητα η άσκηση αυτού του δικαιώματος γίνεται από το πρόσωπο που κατά νόμο ενεργεί για λογαριασμό του. Επίσης στην παράγραφο 7 του ιδίου άρθρου ορίζεται ότι ο ασθενής έχει το δικαίωμα του σεβασμού και της αναγνωρίσεως σ αυτόν των θρησκευτικών και ιδεολογικών πεποιθήσεων. Το δικαίωμα αυτό οφείλουν να προστατεύουν μεταξύ άλλων η Επιτροπή και τα Γραφεία προστασίας δικαιωμάτων ληπτών υπηρεσιών υγείας.
Το άρθρο 12 του Κώδικα Ιατρικής Δεοντολογίας (Ν. 3418/2005) προβλέπει ρητά ότι ο ιατρός δεν επιτρέπεται να προβεί στην εκτέλεση οποιασδήποτε ιατρικής πράξης χωρίς την προηγούμενη συναίνεση του ασθενή. Η συναίνεση για να είναι έγκυρη σύμφωνα με το νόμο θα πρέπει:
α) Ο ασθενής να έχει ικανότητα για να δώσει τη συναίνεση. Αν ο ασθενής δεν έχει την ικανότητα να συναινέσει για την εκτέλεση ιατρικής πράξης, ο ιατρός ενημερώνει στο βαθμό που αυτό είναι εφικτό.
Β) η συναίνεση παρέχεται μετά από πλήρη, σαφή και κατανοητή ενημέρωση. Η ενημέρωση αυτή να περιλαμβάνει πληροφορίες για την πραγματική κατάσταση της υγείας του, το περιεχόμενο και τα αποτελέσματα της προτεινόμενης ιατρικής πράξης, τις συνέπειες και τους ενδεχόμενους κινδύνους ή επιπλοκές από την εκτέλεσή της, τις εναλλακτικές προτάσεις, καθώς και για τον πιθανό χρόνο αποκατάστασης, έτσι ώστε ο ασθενής να μπορεί να σχηματίζει πλήρη εικόνα των ιατρικών, κοινωνικών και οικονομικών παραγόντων και συνεπειών της κατάστασής του και να προχωρεί, ανάλογα, στη λήψη αποφάσεων. Θα πρέπει να σημειωθεί, ωστόσο, ότι ο νόμος δεν απαιτεί επαρκή χρόνο περίσκεψης του ασθενούς, με αποτέλεσμα να παρατηρείται το φαινόμενο συχνά, ιδίως σε περιπτώσεις χειρουργικών επεμβάσεων, να ζητείται συγκατάθεση αμέσως πριν μπει ο ασθενής στο χειρουργείο, όπου δεν είναι σε ουσιαστική θέση να συνεκτιμήσει όλες τις παραμέτρους.
γ) Η συναίνεση να μην είναι αποτέλεσμα πλάνης, απάτης ή απειλής και να μην έρχεται σε σύγκρουση με τα χρηστά ήθη.
δ) Η συναίνεση να καλύπτει πλήρως την ιατρική πράξη και κατά το συγκεκριμένο περιεχόμενό της και κατά το χρόνο της εκτέλεσής της.
Η συναίνεση δύναται να ανακληθεί οποτεδήποτε.
Ιδιαίτερες περιπτώσεις:
- Αν ο ασθενής είναι ανήλικος, η συναίνεση δίδεται από αυτούς που ασκούν τη γονική μέριμνα ή έχουν την επιμέλειά του. Λαμβάνεται, όμως, υπόψη και η γνώμη του, εφόσον ο ανήλικος, κατά την κρίση του ιατρού, έχει την ηλικιακή, πνευματική και συναισθηματική ωριμότητα να κατανοήσει την κατάσταση της υγείας του, το περιεχόμενο της ιατρικής πράξης και τις συνέπειες ή τα αποτελέσματα ή τους κινδύνους της πράξης αυτής.
- Αν ο ασθενής δεν διαθέτει ικανότητα συναίνεσης, η συναίνεση για την εκτέλεση ιατρικής πράξης δίδεται από τον δικαστικό συμπαραστάτη, εφόσον αυτός έχει ορισθεί. Αν δεν υπάρχει δικαστικός συμπαραστάτης, η συναίνεση δίδεται από τους οικείους του ασθενή. Σε κάθε περίπτωση, ο ιατρός πρέπει να προσπαθήσει να εξασφαλίσει την εκούσια συμμετοχή, σύμπραξη και συνεργασία του ασθενή, και ιδίως εκείνου του ασθενή που κατανοεί την κατάσταση της υγείας του, το περιεχόμενο της ιατρικής πράξης, τους κινδύνους, τις συνέπειες και τα αποτελέσματα της πράξης αυτής. Οι οικείοι του ασθενούς είναι σύμφωνα με το νόμο οι συγγενείς εξ αίματος και εξ αγχιστείας σε ευθεία γραμμή, γονείς, παιδιά, οι θετοί γονείς και τα θετά τέκνα, οι σύζυγοι, οι μόνιμοι σύντροφοι, οι αδελφοί, οι σύζυγοι και οι μόνιμοι σύντροφοι των αδελφών. Πολλές φορές προκύπτει βέβαια ζήτημα για το ποιος από τους οικείους αποφασίζει σε περίπτωση διαφωνίας. Ο Κώδικας Ιατρικής Δεοντολογίας δεν κάνει διάκριση. Σε αρκετές περιπτώσεις στην πράξη στα νοσοκομεία ρωτάνε τον ασθενή ή ζητάνε να ορίσει γραπτά ποιος θα μπορεί να αποφασίσει γι’ αυτόν σε περίπτωση που δεν μπορεί να συναινέσει. Ο πρόσφατος νόμος 5034/2023 για τις μεταμοσχεύσεις καθορίζει για πρώτη φορά ποιου η γνώμη υπερτερεί. Συγκεκριμένα προβλέπει ότι «οικείοι» για την εφαρμογή του παρόντος νοούνται ο σύζυγος ή σύντροφος συνδεόμενος με σύμφωνο συμβίωσης, τα ενήλικα τέκνα, οι γονείς και τα ενήλικα αδέρφια. Σε περίπτωση διαφωνίας μεταξύ των οικείων, υπερτερεί η γνώμη του πλησιέστερου οικείου με τη σειρά που αναφέρονται στο προηγούμενο εδάφιο.
- Σε περίπτωση ασθενούς που κατά τη διάρκεια της επέμβασης δεν είναι σε θέση να εκφράσει τις επιθυμίες του, λαμβάνονται υπόψιν τυχόν προγενέστερα εκφρασθείσες επιθυμίες.
- Η Σύμβαση του Συμβουλίου της Ευρώπης για την προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και της αξιοπρέπειας του ατόμου σε σχέση με τις εφαρμογές της βιολογίας και της ιατρικής καθορίζει επίσης ειδικούς όρους και προϋποθέσεις για την παροχή συναίνεσης από πρόσωπα στα οποία διενεργείται έρευνα.
- Η συναίνεση δεν απαιτείται μόνο για τη διενέργεια ιατρικών πράξεων, αλλά γενικότερα για ζητήματα που αφορούν την κατάσταση της υγείας όπως πχ η προσπέλαση στο ιστορικό συνταγογράφησης ασθενούς (11916/2020 ΔΠΡ ΑΘ).
Κατ’ εξαίρεση, σύμφωνα με τον κώδικα ιατρικής δεοντολογίας δεν απαιτείται συναίνεση:
- στις επείγουσες περιπτώσεις, κατά τις οποίες δεν μπορεί να ληφθεί κατάλληλη συναίνεση και συντρέχει άμεση, απόλυτη και κατεπείγουσα ανάγκη παροχής ιατρικής φροντίδας,
- στην περίπτωση απόπειρας αυτοκτονίας ή
- αν οι γονείς ανήλικου ασθενή ή οι συγγενείς ασθενή που δεν μπορεί για οποιονδήποτε λόγο να συναινέσει ή άλλοι τρίτοι, που έχουν την εξουσία συναίνεσης για τον ασθενή, αρνούνται να δώσουν την αναγκαία συναίνεση και υπάρχει ανάγκη άμεσης παρέμβασης, προκειμένου να αποτραπεί ο κίνδυνος για τη ζωή ή την υγεία του ασθενή.
Ειδική περίπτωση περιορισμού του δικαιώματος συγκατάθεσης αποτελεί η ακούσια νοσηλεία, ήτοι η χωρίς τη συγκατάθεση του ασθενή εισαγωγή και η παραμονή του, για θεραπεία, σε κατάλληλη Μονάδα Ψυχικής Υγείας. Προϋποθέσεις για την Ακούσια νοσηλεία είναι: α. Ο ασθενής να πάσχει από ψυχική διαταραχή, β. Να μην είναι ικανός να κρίνει για το συμφέρον της υγείας του, γ. Η έλλειψη νοσηλείας να έχει ως συνέπεια είτε να επιδεινωθεί η κατάσταση της υγείας του, ή νοσηλεία ασθενή που πάσχει από ψυχική διαταραχή να είναι απαραίτητη για να αποτραπούν πράξεις βίας κατά του ίδιου ή τρίτου.
Τα τελευταία χρόνια απασχολεί έντονα τη δημόσια σφαίρα το ζήτημα του δικαιώματος της συγκατάθεσης σε συνάρτηση με τα μέτρα για τον περιορισμό της διασποράς του Covid -19 και ειδικότερα το θέμα της υποχρεωτικότητας του εμβολιασμού. Θα πρέπει να σημειωθεί ότι η υποχρεωτικότητα σε αυτές τις περιπτώσεις δεν σημαίνει δια της βίας εξαναγκασμό στη διενέργεια κάποιας ιατρικής πράξης χωρίς τη συναίνεση του ατόμου, αλλά επιβολή κυρώσεων σε περίπτωση μη συμμόρφωσης.
Το Συμβούλιο της Επικρατείας αναφορικά με την υποχρέωση εμβολιασμού για το πάσης φύσεως προσωπικό (ιατρικό, παραϊατρικό, νοσηλευτικό, διοικητικό) των δημόσιων και ιδιωτικών μονάδων υγείας έκρινε πως το μέτρο του εμβολιασμού, καθ’ εαυτό, συνιστά σοβαρή μεν παρέμβαση στην ελεύθερη ανάπτυξη της προσωπικότητας και στην ιδιωτική ζωή του ατόμου και δη στην σωματική και ψυχική ακεραιότητα αυτού, πλην συνταγματικώς ανεκτή, εφ’ όσον, κατά τα ανωτέρω, προβλέπεται από ειδική νομοθεσία, υιοθετούσα πλήρως τα έγκυρα και τεκμηριωμένα επιστημονικά, ιατρικά και επιδημιολογικά πορίσματα στον αντίστοιχο τομέα και παρέχεται δυνατότητα εξαιρέσεως από τον εμβολιασμό σε ειδικές ατομικές περιπτώσεις, για τις οποίες αυτός αντενδείκνυται. Η ως άνω δε παρέμβαση, εφ’ όσον κρίνεται, σύμφωνα με τεκμηριωμένα και επίκαιρα επιστημονικά δεδομένα, αναγκαία και πρόσφορη για την προστασία της υγείας τόσο των ίδιων των εμβολιαζομένων όσο και τρίτων (λ.χ. ατόμων που δεν έχουν ακόμη εμβολιασθεί, ατόμων που δεν επιτρέπεται για ιατρικούς λόγους να εμβολιασθούν) δεν είναι δυσανάλογη για την επίτευξη του προμνημονευθέντος συνταγματικού δημοσίου σκοπού (Σ.τ.Ε. 1684/2022 Ολομ., 1400/2022 Ολομ.). Ωστόσο, το ΣτΕ με την 2332/2022 απόφαση του έκρινε ότι η υποχρεωτικότητα αυτή δεν μπορεί να ισχύει όταν δεν επαναξιολογούνται ή δεν τεκμηριώνεται η εξακολούθηση των ιδιαίτερων συνθηκών που την επέβαλαν εξαρχής.
Αντίστοιχα έχει κρίνει το Συμβούλιο της Επικρατείας για το ζήτημα της προϋπόθεσης εμβολιασμού νηπίων και παιδιών για τη φοίτηση τους σε παιδικούς σταθμούς (ΣτΕ 2387/2020).
Σχετική Νομοθεσία
-
- Άρθρο 47 παρ. 1 Ν. 2071/1992: Τα δικαιώματα του Νοσοκομειακού Ασθενούς
- Άρθρο 59 Ν. 4368/2016: Επιτροπή Ελέγχου Προστασίας Δικαιωμάτων Ληπτών Υπηρεσιών Υγείας
- Αρθρο 4. Παρ. 1 Περ. ιγ, υπ’ αριθμ. 10976/10.02.2017 Υπουργική απόφαση (ΦΕΚ 662/Β/02.03.2017): Δικαιώματα ληπτών/ληπτριών υπηρεσιών υγείας.
- Άρθρο 12 Ν. 3418/2005 (Κώδικας Ιατρικής Δεοντολογίας): Συναίνεση του ενημερωμένου ασθενή
- Άρθρα 5-9 Ν. 2619/1998 (Σύμβαση για τα ανθρώπινα δικαιώματα και τη βιοϊατρική): Συναίνεση
- Άρθρα 24 και 27 Ν. 5034/2023: Διαδικασία ενημέρωσης και συναίνεσης δυνητικού ζώντα δότη, συναίνεση αφαίρεσης οργάνων από αποβιώσαντα δότη
- Άρθρα 95 επ. Ν. 2071/1992, άρθρο 16 του Ν. 2716/1999: Ακούσια νοσηλεία